χιονοβόλος

χιονοβόλος
χιονοβόλος
snowy
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χιονοβόλος — α, ο / χιονοβόλος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Ν αυτός που ρίχνει χιόνι, που χιονίζει νεοελλ. φρ. «χιονοβόλος ημέρα» ημέρα κατά την οποία χιονίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. φυλλο βόλος, χαλαζο βόλος] …   Dictionary of Greek

  • χιονόβολος — ον, Α χιονόβλητος*, χιονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. κεραυνό βολος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] …   Dictionary of Greek

  • χιονοβόλον — χιονοβόλος snowy masc/fem acc sg χιονοβόλος snowy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιονοβολία — η, Ν χιονοβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιονοβόλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα] …   Dictionary of Greek

  • χιονοβολούμαι — χιονοβολοῡμαι, έομαι, ΝΑ, και τ. ενεργ. χιονοβολώ, έω, Ν καλύπτομαι με χιόνι νεοελλ. (το ενεργ.) ρίχνω χιόνι, καλύπτω με χιόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιονοβόλος. Η λ. στη νεοελλ. στον λόγιο ενεργ. τ. χιονοβολῶ, έω, μαρτυρείται από το 1887, στην εφημερίδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”